σοκολατένιος

σοκολατένιος
α, ο шоколадный (тж. о цвете);

§ σοκολατένιος στρατιώτης — тыловая крыса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σοκολατένιος" в других словарях:

  • σοκολατένιος — και τσοκολατένιος, α, ο, Ν 1. παρασκευασμένος από σοκολάτα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής σοκολάτας, σοκολατής 3. φρ. «σοκολατένιος στρατιώτης» στρατιώτης ο οποίος κατά τον πόλεμο παραμένει στα γραφεία τών μετόπισθεν, άμαχος, αλλ. κουραμπιές.… …   Dictionary of Greek

  • σοκολατένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από σοκολάτα: Αγόρασε ένα σοκολατένιο αβγό. 2. σοκολατής: Με την ηλιοθεραπεία το δέρμα της έγινε σοκολατένιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσοκολατένιος — α, ο, Ν βλ. σοκολατένιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»